Αθήνα, 09.10.2019
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
«Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις παραβίασης του Συντάγματος και του Ποινικού Νόμου»
« Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν αμφισβητώ καθόλου το γεγονός ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος υπήρξε ένας εξαίρετος Εισαγγελέας, όπως άλλωστε ο ίδιος μετριοφρόνως μας δήλωσε για τον εαυτό του πριν από λίγο, πλην, όμως, εκτιμώ ότι ως απολογούμενος ή οιονεί, δυνάμει κατηγορούμενος είναι λίγος αδύναμος και θα χρειαστεί μια καλύτερη υπερασπιστική γραμμή και ενδεχομένως κάποιους καλούς νομικούς συμβούλους. Θα επανέλθω σε αυτά τα θέματα αργότερα.
Ξεκινώ, πρώτα απ’ όλα, με κάτι άλλο. Αναρωτήθηκε ο πρώην Πρωθυπουργός, ο κ. Τσίπρας στην ομιλία του ποιο είναι το σκάνδαλο; Ας δούμε, λοιπόν, ποιο είναι το σκάνδαλο στην περίπτωση αυτή.
Το Σύνταγμά μας με σειρά από άρθρα διασφαλίζει τον απόλυτο διαχωρισμό των εξουσιών και επίσης, διασφαλίζει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών. Αυτή η ανεξαρτησία και ο διαχωρισμός των εξουσιών, κατά το Σύνταγμά μας, είναι απόλυτη.
Ο καθηγητής της Ποινικής Δικονομίας, ο κ. Αργύριος Καρράς, στο σύγγραμμά του αναφέρει:
«Η ανεξαρτησία των οργάνων απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα του κράτους δικαίου, αλλά η βασική της πρακτική σημασία έγκειται στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης, γιατί εδώ ακριβώς είναι δυνατό να προσβάλλονται τα περισσότερα από τα πιο ουσιώδη αγαθά του ανθρώπου, όπως είναι η ζωή, η προσωπική ελευθερία γενικά, η ιδιοκτησία, η περιουσία και η υπόληψη.».
Και συνεχίζει παρακάτω: «Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ανεξάρτητοι τόσο από τη νομοθετική όσο και από την εκτελεστική εξουσία και ειδικότερα έναντι της διοικήσεως της Δικαιοσύνης. Μάλιστα, από τη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ δικαστικών λειτουργών και Υπουργείου Δικαιοσύνης καθορίζεται ουσιαστικά η έκταση της δικαστικής ανεξαρτησίας.».
Αυτά λέει ο καθηγητής. Δεν ξέρω τι θα έλεγε, εάν βρισκόταν μπροστά στη δικογραφία και τη μελετούσε σε σχέση με όλα τα ανωτέρω.
Εγώ είχα την τιμή να είμαι ένας από τους δύο συναδέλφους, που από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας είδαμε τη δικογραφία. Και τί είδαμε, λοιπόν, εκεί; Τί καταθέτουν οι μάρτυρες; ποια είναι τα στοιχεία; για τα οποία ο κ. Παπαγγελόπουλος σήμερα προσπάθησε με κάποιον τρόπο να τα ξεπεράσει, να τα μπερδέψει ενδεχομένως, έτσι ώστε να εμφανιστεί ότι δεν υπάρχουν στοιχεία;
Ας δούμε, λοιπόν, τι λέει ο κ. Ιωάννης Αγγελής Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ο οποίος από ικανός, έντιμος, αδάμαστος, αδέκαστος εισαγγελέας – αυτοί ήταν οι χαρακτηρισμοί του κ. Παπαγγελόπουλου για τον κ. Αγγελή στο παρελθόν, – σήμερα έγινε ανεπαρκής και αλλοπρόσαλλος.
Τί λέει, λοιπόν, ο κ. Αγγελής στις καταθέσεις του; Διαβάζω:
«Πίσω απ’ αυτούς» -τους Εισαγγελείς Διαφθοράς δηλαδή- «υπήρχε μια αόρατη δύναμη, ένα τρίτο πρόσωπο που κινούσε τα νήματα του χειρισμού της υπόθεσης με εμφανέστατες συνέπειες.».
Αλλού αναφέρει: «Στη Βιέννη κατάλαβα ότι η δίωξη ήταν στοχοποιημένη και προαποφασισμένη στο πρόσωπο των τριών παραπάνω πολιτικών: Λοβέρδου, Γεωργιάδη, Σαλμά.».
Παρακάτω αναφέρει: «Το πραγματικό όνομα του Ρασπούτιν το γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με την υπόθεση NOVARTIS. Εμένα το όνομα μου το είπε η κυρία Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με διαβεβαίωσε ότι είναι μέλος της Κυβέρνησης.».
Πιο κάτω, στο ερώτημα πώς η κ. Τουλουπάκη επικοινωνούσε με τον λεγόμενο Ρασπούτιν, αναφέρει: «Η ίδια η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μου είπε ότι επικοινωνούσε μέσω τρίτου προσώπου, που είχε την ιδιότητα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, διευκρινίζοντας μάλιστα ότι στην Εισαγγελία Πρωτοδικών είχε τη δική του ομάδα.».
Παρακάτω, όταν την ρώτησα για να μου εκθέσει τι συγκεκριμένες ενδείξεις υπάρχουν κατά του υπηρεσιακού Πρωθυπουργού και πρώην Προέδρου του ΣτΕ, του κ. Πικραμμένου, μου είπε κατά λέξει: «Έχουμε ένα βίντεο, όπου ο κ. Φρουζής αναφέρει ότι έκανε ένα δωράκι 100.000 ευρώ στον κ. Πικραμμένο.
Την επόμενη ημέρα την πήρα τηλέφωνο και της ζήτησα να μου φέρει το βίντεο στο γραφείο μου. Μου είπε κατά λέξη: Συγγνώμη, έκανα λάθος, δεν υπάρχει τέτοιο βίντεο για τον κ. Πικραμμένο.».
Το τελευταίο και κορυφαίο είναι από την κατάθεση της Εισαγγελέως κ.Ελένης Ράικου.
Μισό λεπτό, ακούστε ο κ. Παπαγγελόπουλος μας λέει – και δεν ξέρω κατά πόσο ήταν σωστή εδώ η υπερασπιστική του γραμμή – «Με την κ. Ράικου είχαμε πολύ καλές φιλικές σχέσεις, είχαμε οικογενειακές σχέσεις, ήξερα τα παιδιά της. Είναι δυνατόν» -λέει- «να έκανα τέτοια τηλεφωνήματα;».
Μα, η κοινή λογική λέει ότι τηλεφωνήματα κάνεις σε αυτούς που γνωρίζεις. Δεν κάνεις σε αυτούς που δεν γνωρίζεις. Γιατί ακριβώς φοβάσαι μην εκτεθείς.
Τι λέει, λοιπόν, η κυρία Ράικου, και με αυτό κλείνω; «Λίγες ημέρες αργότερα μου τηλεφώνησε και πάλι ο προαναφερόμενος Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, την φωνή του οποίου αναγνωρίζω, λέγοντάς μου με επιτακτικό ύφος «Ακόμη δεν έστειλες τη δικογραφία NOVARTIS στη Βουλή;»
Του απάντησα «Κύριε Υπουργέ, εγώ χωρίς στοιχεία δεν διώκω κανέναν». Αυτός τότε μου είπε με θυμό «έχεις και παραέχεις. Στείλ’ την και για τα παρακάτω θα φροντίσουν άλλοι». Όταν δε του είπα «Δεν είμαι αυτής της σχολής», μου απάντησε «Κάτσε τότε να δεις αν θα σου βγει σε καλό η σχολή σου». Πριν προλάβω να πω τίποτα, διακόπηκε η σύνδεση».
Αυτά, λοιπόν, είναι ορισμένα στοιχεία μέσα από τη δικογραφία.
Είναι λοιπόν, σαφές ότι από τη δικογραφία προκύπτουν σαφέστατες
ενδείξεις, πρώτον, παραβίασης του Συντάγματος, αλλά και του ποινικού νόμου από
τις παρεμβάσεις που έκανε ο συγκεκριμένος Υπουργός. Σαφέστατα παραβίασε και τον
ποινικό νόμο με την ηθική αυτουργία για την κατάχρηση εξουσίας και την παράβαση
καθήκοντος, αλλά και το Σύνταγμα.
Κλείνω, κύριε Πρόεδρε, με μια τελευταία φράση σε ό,τι αφορά τον πρώην
Πρωθυπουργό κ. Τσίπρα, ο οποίος μας προκάλεσε και μας είπε «και γιατί δεν
διώκετε κι εμένα». Εγώ θα του πω αυτό που λέει ο λαός μας, δηλαδή “μην ξύνεστε
στην γκλίτσα του τσοπάνη, γιατί καμιά φορά ο τσοπάνης αγριεύει και τη
χρησιμοποιεί.”